- ἀντίστροφοι
- ἀντίστροφοςturned so as to face one anothermasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
αντίστροφος — η, ο 1. αντίθετος, ανάποδος: Έδωσε αντίστροφη κίνηση στους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (μαθημ.), «αντίστροφα ποσά», αυτά που όταν το ένα πολλαπλασιαστεί με κάποιον αριθμό, το άλλο διαιρείται με τον ίδιο αριθμό (π.χ. ταχύτητα αυτοκινήτου και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)